- φυτόλη
- η, Ν(βιοχ.) διτερπενική αλκοόλη που είναι συστατικό τού μορίου τής χλωροφύλλης, τής βιταμίνης Ε και τής βιταμίνης Kı ή φυλλοκινόνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytol < φυτόν + κατάλ. -όλη τής χημ. ορολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.